- ψιλοκάμωτος
- -η, -ο, Νψιλοκαμωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο-* + καμωτός (< κάμνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψιλοκάμωτος — η, ο ψιλοκαμωμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψιλο- — Ν α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο ψιλός* και δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) έχει μικρό πάχος ή μικρή διάμετρο, είναι λεπτός ή πολύ μικρός (πρβλ. ψιλο αλεσμένος, ψιλό γνεθος, ψιλό φλουδος) β) υπάρχει ή… … Dictionary of Greek